- σύγκαιρος
- η , ο своевременный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύγκαιρος — η, ο / σύγκαιρος, ον, ΝΑ έγκαιρος νεοελλ. σύγχρονος αρχ. αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος. επίρρ... σύγκαιρα Ν 1. έγκαιρα 2. συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καιρός (< καιρός), πρβλ. ἐπί καιρος, πρόσ καιρος] … Dictionary of Greek
σύγκαιρος — η, ο επίρρ. α 1. έγκαιρος, αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή. 2. σύγχρονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύγκαιρον — σύγκαιρος of the season masc/fem acc sg σύγκαιρος of the season neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκαιρα — σύγκαιρος of the season neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
συγκαιρινός — και συγκαιριανός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει στην ίδια χρονική περίοδο ή είναι περίπου τής ίδιας ηλικίας, σύγχρονος 2. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει την ίδια εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκαιρος + κατάλ. ινός* / ιανός (πρβλ. αλλοτ ινός, καλοκαιρ… … Dictionary of Greek
σύγκαιρα — Ν επίρρ. βλ. σύγκαιρος … Dictionary of Greek